“… necessarium fuit ad humanam salutem, esse doctrinam quandam secundum revelationem divinam, praeter philosophicas disciplinas, quae ratione humana investigantur”.

SummaTheologica, I q.1 a.1 co.

Η θεολογία του “Αγγελικού Διδασκάλου”

Ασχολούμενος με τα θεία πράγματα στις διδασκαλίες και στις συγγραφές του, ο Άγιος Θωμάς έδωσε στους θεολόγους ένα πολύ φωτεινό παράδειγμα της πολύ στενής σχέσης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των σπουδών και των συναισθημάτων της ψυχής. Όπως για παράδειγμα δεν μπορεί να ειπωθεί ότι κάποιος έχει ακριβή γνώση μιας μακρινής χώρας, να ξέρει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της, και να μην έχει ζήσει εκεί ποτέ. Έτσι κανείς δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ακριβή γνώση του Θεού μόνο με την επιμελή επιστημονική έρευνα, αν δεν είναι επίσης σε τέλεια ένωση με τον Θεό.

Και σε αυτό ακριβώς τείνει όλη η θεολογία του Αγίου Θωμά: στο να μας οδηγήσει να ζήσουμε μια πιο οικία σχέση με τον Θεό. Από παιδί, στο Μοντεκασίνο, δεν κουραζόταν να αναρωτιέται: «Ποιος είναι ο Θεός;», και έτσι τα βιβλία που έγραψε για τη δημιουργία του κόσμου, για τον άνθρωπο, τους νόμους, τις αρετές και τα Μυστήρια, όλα αυτά αναφέρονται στον Θεό ως δημιουργό της αιώνιας μας σωτηρίας. Επομένως, συζητώντας για τα αίτια που κάνουν στείρες τις σπουδές, όπως την περιέργεια, την ανεξέλεγκτη επιθυμία για γνώση, την αδεξιότητα της διάνοιας, την απέχθεια για την προσπάθεια και την επιμονή, αυτός δεν βρίσκει άλλη λύση για όλα αυτά παρά μια μεγάλη προθυμία για την προσπάθεια, αναζωογονημένη από τη φλόγα της ευσέβειας, προερχόμενη από τη ζωή του πνεύματος.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μέρος της Θεολογίας στο οποίο δεν έχει δείξει επιτυχώς τον εξαιρετικό πλούτο του νου του. Προπάντων, καθιέρωσε την Απολογητική σε κατάλληλα και αυθεντικά θεμέλια, ορίζοντας ξεκάθαρα τη διάκριση που υπάρχει μεταξύ της λογικής και της πίστεως, μεταξύ της φυσικής και της υπερφυσικής τάξης.

Σε όλα τα έργα που έγραψε, φρόντισε πολύ να θέσει ως βάση και θεμέλιο την Αγία Γραφή. Επιμένοντας σταθερά ότι η Γραφή σε κάθε μέρος της είναι ο λόγος του Θεού. Απαιτούσε την ερμηνεία της σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, και έχοντας ως αρχή, ότι «το Άγιο Πνεύμα είναι ο κύριος συγγραφέας της Αγίας Γραφής… ενώ ο άνθρωπος είναι μόνο ο οργανωτικός συγγραφέας», δεν επέτρεπε σε κανέναν να εγείρει αμφιβολίες κατά της ιστορικής αυθεντίας της Βίβλου· ενώ από τη βάση της σημασίας των λέξεων, δηλαδή της κυριολεκτικής έννοιας, αντλούσε τον άφθονο πλούτο της πνευματικής έννοιας, από την οποία εξηγεί με απόλυτη ακρίβεια το τριπλό είδος της: το αλληγορικό, το τροπολογικό και το αναγωγικό.

Το άλλο μέρος της Θεολογίας που αφορά την εξήγηση των δογμάτων, ο Θωμάς το μελετά με πολύ ιδιαίτερο πλούτο, και κανείς δεν έχει διεισδύσει βαθύτερα, ούτε έχει παρουσιάσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα πιο ύψιστα μυστήρια της πίστεως, όπως αυτά που ανήκουν στην εσωτερική ζωή του Θεού, στο μυστικό του αιώνιου προορισμού, στην υπερφυσική διακυβέρνηση του κόσμου, στη δυνατότητα επίτευξης του στόχου που δόθηκε στα λογικά πλάσματα, στη λύτρωση του ανθρώπινου γένους που εκτέλεσε ο Ιησούς Χριστός και συνεχίζεται από την Εκκλησία και τα Μυστήρια∙ δύο μέσα που ο Αγγελικός Διδάσκαλος αποκαλεί κατά κάποιο τρόπο «κατάλοιπο της Θείας Ενσάρκωσης».

… ήταν απαραίτητο για την ανθρώπινη σωτηρία να υπάρχει ένα ορισμένο δόγμα βασισμένο στη θεία αποκάλυψη, εκτός από τους φιλοσοφικούς κλάδους [επιστήμες] που διερευνώνται από την ανθρώπινη λογική.

SummaTheologica, I q.1 a.1 co.

Καθιέρωσε επίσης ο Ακινάτης μια ασφαλή διδασκαλία της ηθικής θεολογίας για τον προσανατολισμό όλων των ανθρώπινων πράξεων στο υπερφυσικό στόχο. Ως θεολόγος δεν απευθύνεται μόνο στις ατομικές στιγμές και δραστηριότητες του κάθε ανθρώπου, αλλά και στην οικογενειακή και πολιτική κοινωνία, τους ασφαλούς κανόνες ζωής: αυτή είναι η οικονομική και πολιτική επιστήμη των ηθών. Έτσι στο δεύτερο μέρος της Σούμας της Θεολογίας είναι εξαιρετικά αυτά που διδάσκει για το πατρικό καθεστώς, δηλαδή το οικογενειακό, για το νομικό καθεστώς του κράτους και του έθνους, για το φυσικό δίκαιο και αυτό των λαών, για την ειρήνη, τον πόλεμο, τη δικαιοσύνη και την εξουσία, για τους νόμους και την τήρησή τους,  για το καθήκον παροχής τόσο στις ιδιωτικές ανάγκες όσο και στη δημόσια ευημερία· και όλα αυτά τόσο στη φυσική τάξη, όσο και στην υπερφυσική. Δικαιώματα που, αν τηρούνταν απαράβατα και επακριβώς, ιδιωτικά και δημόσια, καθώς και στις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των εθνών, δεν θα χρειαζόταν πλέον τίποτε άλλο για να επιτευχθεί μεταξύ των ανθρώπων «η ειρήνη του Χριστού στη βασιλεία του Χριστού», την οποία όλος ο κόσμος λαχταρά.

Και αφού συνήθιζε να συλλογίζεται τα πάντα στον Θεό ως πρώτη αιτία και τελευταίο σκοπό όλων των πραγμάτων, του ήταν εύκολο να ακολουθεί τόσο στις διδασκαλίες της Σούμμα της θεολογίας του, όσο και στη ζωή του, την μια και την άλλη σοφία, που ο ίδιος έτσι προσδιορίζει: «Με τη σοφία που αποκτάται μέσω της ανθρώπινης μελέτης έχουμε την σωστή κρίση των θείων πραγμάτων σύμφωνα με την τέλεια χρήση της λογικής. Αλλά υπάρχει μια άλλη (σοφία) που κατεβαίνει από τα ύψη και που κρίνει τα θεϊκά πράγματα από μια ορισμένη συγγένεια με αυτά. Αυτή είναι ένα δώρο του Αγίου Πνεύματος, με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται τέλειος στα θεία πράγματα, και όχι μόνο τα μαθαίνει, αλλά τα αισθάνεται μέσα του» (S.Th. IIa-IIae, q. 45 a. 1 ad 2, a. 2 c.). Δεδομένου που οι ιερές σπουδές κατευθύνονται από ένα τριπλό φως: την ορθή λογική, την εμπνευσμένη πίστη και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος που τελειοποιούν τη νοημοσύνη, κανένας περισσότερο από αυτόν δεν είχε αυτό το φως σε αφθονία, επειδή αφού χρησιμοποιούσε όλη τη δύναμη της διάνοιάς του σε κάποιο δύσκολο ζήτημα, παρακαλούσε τον Θεό στην εξήγηση των δυσκολιών με νηστείες και ταπεινότατες προσευχές. Δεν είναι περίεργο που, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, έφτασε σε τόσο υψηλό βαθμό περισυλλογής που τα πράγματα που είχε γράψει δεν του φαινόταν τίποτα περισσότερο από άχυρο. Έτσι είχε ήδη στερεώσει τη σκέψη του στις αιώνιες αλήθειες που πλέον δεν ποθούσε τίποτα άλλο περισσότερο παρά να ατενίζει τον Θεό. Αυτό ακριβώς, όπως διδάσκει ο ίδιος ο Θωμάς, είναι ο καρπός που πρέπει κυρίως να καρπωθεί από τις σπουδές: μια μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και μια μεγάλη επιθυμία για τα αιώνια πράγματα.