
“… causa devotionis extrinseca et principalis Deus est; de quo dicit Ambrosius, super Luc., quod Deus quos dignatur vocat, et quem vult religiosum facit, ... Causa autem intrinseca ex parte nostra, oportet quod sit meditatio seu contemplatio.”
Summa Theologica, IIa-IIae q. 82 a. 3 co.
Η ασκητική και η μυστικιστική διδασκαλία, δεν είχε λιγότερη αξία στον Άγιο Θωμά, επειδή, αφού ολόκληρη η ηθική οικονομία συνοψίζεται στον λόγο [στην έννοια] της αρετής και των χαρισμάτων. Καθιερώνει αυτή την διδασκαλία και μια τέτοια οικονομία σύμφωνα με τις διαφορετικές τάξεις των ανθρώπων, τόσο εκείνων που θέλουν να ζούνε σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες, όσο και εκείνων που αναζητούν τη χριστιανική τελειότητα του πνεύματός τους, δηλαδή, σύμφωνα με ένα διπλό είδος ζωής: της ενεργητικής και της ενορατικής. Όποιος θέλει να μάθει μέχρι πού εκτείνεται η εντολή της αγάπης του Θεού, πώς μεγαλώνει [αυξάνονται] μέσα μας η αγάπη και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος που συνδέονται με αυτήν, πώς διαφέρουν οι καταστάσεις της ζωής μεταξύ τους (όπως π.χ. η κατάσταση της τελειότητας, η μοναστική ζωή, η ιεραποστολή),ποια είναι η φύση της καθεμίας άλλα και θέματα της ασκητικής ή μυστικιστικής θεολογίας, θα πρέπει να συμβουλευτεί τις διδασκαλίες του Αγγελικού Διδασκάλου.
Και αφού συνήθιζε να συλλογίζεται τα πάντα στον Θεό ως πρώτη αιτία και τελευταίο σκοπό όλων των πραγμάτων, ήταν εύκολο, για εκείνον, να ακολουθεί τόσο τις διδασκαλίες της Σούμμα της θεολογίας του, όσο και στη ζωή του, την μια και την άλλη σοφία, που ο ίδιος έτσι προσδιορίζει: «Με τη σοφία που αποκτάται μέσω της ανθρώπινης μελέτης έχουμε την σωστή κρίση των θείων πραγμάτων σύμφωνα με την τέλεια χρήση της λογικής. Αλλά υπάρχει μια άλλη (σοφία) που κατεβαίνει από τα ύψη και που κρίνει τα θεϊκά πράγματα από μια ορισμένη συγγένεια με αυτά. Αυτή είναι ένα δώρο του Αγίου Πνεύματος, με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται τέλειος στα θεία πράγματα, και όχι μόνο τα μαθαίνει, αλλά τα αισθάνεται μέσα του» (S. Th. IIa-IIae q. 45 a. 1 ad 2 et a. 2 c.).
Η εξωτερική και κύρια αιτία της ευλάβειας είναι ο Θεός, γι’ αυτό ο Αμβρόσιος λέει στο Περί Λουκά ότι «ο Θεός καλέι εκείνους που αξιώνει, και κάνει θρησκευτικά ευλαβείς όποιους θέλει». Η εγγενής [εσωτερική] αιτία είναι από την πλευρά μας, και πρέπει να πραγματοποιείται μέσω του διαλογισμού ή του στοχασμού.
Summa Theologica, IIa-IIae q. 82 a. 3 co.
Είχε το μοναδικό χάρισμα και το ταλέντο να μπορεί να μεταφράσει τις διδασκαλίες της γνώσης του σε προσευχές και λειτουργικούς ύμνους, και να γίνει έτσι ο πιο καλός ποιητής που επαίνεσε την Θεία Ευχαριστία. Επειδή η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας σε κάθε μέρος του κόσμου και ανάμεσα σε όλους τους λαούς με ζήλο χρησιμοποιεί τις ιερές τελετές και τους ύμνους του Θωμά, από τις οποίες εμπνέει την υπέρτατη αφοσίωση της παρακλητικής ψυχής και που ταυτόχρονα περιέχουν την πιο ακριβή έκφραση της παραδοσιακής διδασκαλίας για το Αγιότατο Μυστήριο, που ονομάζεται κυρίως «Μυστήριο πίστεως», κανείς δεν θα εκπλαγεί αν αποδοθεί σε αυτόν και ο τίτλος του «Ευχαριστιακού Διδασκάλου», γι’ αυτό του ζητάμε πάντα το ζήλο προς το Θείο Μυστήριο.
Όλοι οι χριστιανοί πιστοί έχουν τον Αγγελικό Διδάσκαλο ως παράδειγμα της πιο τρυφερής ευλάβειας προς την Υπεραγία Βασίλισσα των Ουρανών, της οποίας συχνά απάγγελλε τον αγγελικό χαιρετισμό και συνήθιζε να γράφει το γλυκό της όνομα στις σελίδες της συγγραφής του. Ακόμη και οι ιερείς έχουν σ’ αυτόν ένα παράδειγμα προς μίμηση: «Κάθε μέρα, όταν η αρρώστια δεν τον εμπόδιζε, ο Θωμάς τελούσε την Θεία Λειτουργία, και μετά συμμετείχε σε μια άλλη του συνάδελφου του ή των άλλων, που συχνά τους υπηρετούσε», όπως διηγείται ο επιμελέστατος βιογράφος του. Και ποιος μπορεί να εκφράσει το ζήλο του πνεύματός του στην τέλεση της Ιερής Θυσίας, και με ποια επιμέλεια προετοιμαζόταν γι’ αυτήν και, αφού την τελείωνε, τί ευχαριστίες απηύθυνε προς την θεία Μεγαλειότητα;