Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐν Βυζαντίῳ ὑπῆρξαν πολλοὶ θεόλογοι, οἱ ὁποῖοι ἡσχολήθησαν μὲ τὴν θεολογίαν καὶ φιλοσοφίαν τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου, ἀποτελεῖ φαινόμενον, τὸ ὁποῖον ἀξίζει νὰ μελετηθῇ.
Σ.Παπαδόπουλος
Η επιρροή τού Θωμισμού στο Βυζάντιο καταδεικνύεται μεγαλύτερη από ό,τι αρχικά πίστευαν: αυτό είναι το συμπέρασμα που όλο και περισσότερο διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια από τις επιστημονικές έρευνες πάνω σ’ αυτό το θέμα, και που προβλέπουν στο κοντινό μέλλον ακόμη πιο εκπληκτικές ανακαλύψεις.[1]
Ωστόσο, δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του δυτικού σχολαστικισμού (αν όχι ο μεγαλύτερος) να έχει καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον, εν μέσο μιας κοινωνίας, όπως η βυζαντινή των 14ου-15ου αι., με όλη εκείνη την πολυπλοκότητα και των συγκρούσεων που τη χαρακτηρίζουν στις σχέσεις της με την λατινική Ευρώπη, είτε στο θρησκευτικό-ιεραρχικό επίπεδο, είτε στην πολιτική, την διανοουμενίστικη σκέψη και στην κοινωνική νοοτροπία γενικότερα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κανένας άλλος Λατίνος συγγραφέας δεν είχε καταφέρει να προκαλέσει τέτοιου είδους ενδιαφέρον (υπέρ ή κατά) στη βυζαντινή διανόηση μέχρι εκείνη την εποχή (ούτε και ύστερα), όπως ο Ακινάτης. Ούτε ο ίδιος ο Αυγουστίνος του Υππώνος με όλο τον χριστιανικό του πλατωνισμό και το εύρος των έργων του δεν πέτυχε να έχει τέτοια αποδοχή.
Οι παραπάνω αναφερόμενες συνθήκες δεν μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν το φαινόμενο του θωμισμού στο Βυζάντιο, αντίθετα όμως το δυσκολεύουν. Φαίνονται καλύτερα οι λόγοι για την απόρριψη του παρά για την αποδοχή του. Επομένως, για να βρεθούν ασφαλέστερα μονοπάτια, οι έρευνες σ’ αυτό το θέμα θα έπρεπε πιθανών να επικεντρωθούν κυρίως στις ακόλουθες πτυχές: α. στην επίδραση της ελληνικής κοσμοθεωρίας στη σκέψη του Ακινάτη, β. στην παρουσία ελληνικών θεμάτων στα έργα του, γ. σε αυτό που αντιλαμβάνονταν οι τότε Βυζαντινοί σε σχέση με τον «ελληνισμό» του Θωμά, και δ. στην παραγωγή μεταφράσεων των θωμιστικών έργον και στην παραγωγή έργων με θωμιστική βάση (υπέρ ή κατά) από βυζαντινούς συγγραφείς.
α. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρωπιστικής, φιλοσοφικής και θεολογικής του κατάρτισης, ο Ακινάτης εξοικειώθηκε όλο και περισσότερο με τις θεμελιώδεις αρχές και τους κύριους στοχαστές του ελληνικού κόσμου, τόσο του κλασικού όσο και του χριστιανοβυζαντινού. Υποτίθεται ότι είχε επίσης την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον ελληνικό πληθυσμό της νότιας Ιταλίας, και να μάθει και για τα έθιμά τους. Όταν ο Θωμάς μπήκε στο Τάγμα του Αγίου Δομίνικου, οι Δομινικανοί είχαν ήδη ιδρύσει μια Ελληνική Επαρχία, γεγονός που έδωσε στο Τάγμα προνομιακή πρόσβαση στον ελληνικό κόσμο «in situ».
β. Όλα αυτά αντανακλώνται αναμφισβήτητα στα έργα του: υπομνηματίζει δώδεκα βιβλία του Αριστοτέλη (βλ. τη λίστα), βασίζει πολλές από τις διατριβές του στις διδασκαλίες των Ελλήνων Πατέρων, αφιερώνει συγγραφές σε πολύ συζητημένα θέματα μεταξύ της Ελληνικής και της Λατινικής Εκκλησίας και πολύ συχνά φαίνεται να έχει γνώση ακόμη και της ίδιας της ελληνικής γλώσσας.
γ. Η πιθανότητα έλευσης του Θωμισμού στο Βυζάντιο και η μερική αποδοχή του δεν μπορεί παρά να βασίζεται στο γεγονός μιας κάποιας συγγένειας μεταξύ του βυζαντινού πολιτισμού και του θωμιστικού σχολαστικισμού. Οι Βυζαντινοί έβλεπαν πλέον στη διδασκαλία του Θωμά έναν «εκχριστιανισμένο» και συνθετικό αριστοτελισμό. Επρόκειτο επίσης για έναν έντονα «ανατολίτικο» σχολαστικισμό: με καθαρά ελληνική φιλοσοφία (αναθεωρημένος πλατωνισμός και αριστοτελισμός), με στοιχεία της θεολογίας που γνώριζαν και σέβονταν οι Βυζαντινοί (την αυθεντία των ανατολικών Πατέρων). Αξιοσημείωτο είναι ότι μέσω του Θωμά η Λατινική Πατρολογία έγινε περισσότερο γνωστή στο Βυζάντιο.
δ. Οι ελληνικές μεταφράσεις των έργων του Ακινάτη στα μέσα του 14ου αι. είναι τα πρώτα έργα που μεταφράστηκαν από τα Λατινικά σε άλλη γλώσσα. Χωρίς αμφιβολία, το γεγονός αυτό ευνόησε μια πιο σχετική γνώση και μια ταχύτερη διάχυση της σκέψης του Αγγελικού Διδάσκαλου, τουλάχιστον στο βυζαντινό διανοουμενίστικο περιβάλλον. Από την παρουσία αυτών των μεταφράσεων, πάνω από εκατό σχεδόν χρόνια, αναδύθηκαν στο Βυζάντιο συγγραφείς, τους οποίους ο Σ. Παπαδόπουλος όρισε ως «φιλοθωμιστές» και «αντιθωμιστές» στο γνωστό του έργο. Άλλες μελέτες σχετικά με αυτό το θέμα εκφράζουν διαφορετικούς τύπους υποστηρικτών και αντιπάλων του Θωμισμού: ορισμένοι είναι Θωμιστές υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών (που κάποιοι προσχώρησαν αργότερα στην Καθολική Εκκλησία), άλλοι ήταν «φιλοσοφικοί» Θωμιστές, οι οποίοι, ενώ παρέμειναν στην ορθόδοξη πίστη, προτίμησαν τον αριστοτελικό θωμισμό από τον δογματικό-καθολικό· άλλοι ήταν ριζικά αντίθετοι στον Θωμισμό, τόσο στο θεολογικό όσο και φιλοσοφικό, διότι έβλεπαν σε αυτόν έναν αντίπαλο του Ησυχασμού και του Παλαμισμού.

[1] Στο τμήμα Σύγχρονος ελληνικός θωμισμός θα βρείτε το πρόσφατο υλικό γι’ αυτό το θέμα.