Fr. Guillermo García, OP.[1]

Ο λόγος για την εξέταση αυτού του θέματος είναι το γεγονός ότι υπήρξαν ορισμένοι λόγιοι που προσπάθησαν να μειώσουν την αυθεντία του Αγγελικού ως σχολιαστή του Φιλοσόφου και, κατά συνέπεια, την ικανότητά του να αντικρούσει τις τάσεις του Αβερρόη και της σχολής του, με το πρόσχημα ότι δεν γνώριζε την γνήσια γλώσσα στην οποία είχαν συνταχθεί τα έργα του ιδιοφυούς από τα Στάγειρα. Διότι, αν και η φιλοσοφία και οι επιστήμες δεν συνίστανται στη γνώση των γλωσσών, θα είναι αλήθεια ότι αυτές είναι εργαλεία για να τις γνωρίσουμε. Κανείς, σύμφωνα με αυτό, δεν θα έχει λόγο να μας κατηγορήσει για την προβολή ενός θέματος που θα μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε παραιτηθεί.

Ο Άγιος Θωμάς γνώριζε τα ελληνικά; Οι εχθροί του απαντούν ότι δεν τα γνώριζε, γιατί διαφορετικά δεν θα συμβούλευε τον Δομινικανό Γουλιέλμο του Μοερμπέκα να μεταφράσει τα αριστοτελικά γραπτά στα λατινικά. Αν γνώριζε τη γλώσσα του Περικλή, γιατί δεν μετέφρασε ο ίδιος τα βιβλία, την έκδοση των οποίων εμπιστεύτηκε στον επιφανή συνάδερφό του; Ούτε παραξενεύει, προσθέτουν, αυτή την άγνοια, αφού ελάχιστοι ήταν οι Ελληνιστές του δέκατου τρίτου αιώνα, ή γενικότερα, του Μεσαίωνα.

Σε αντίθεση με αυτούς, που υπερασπίζονται ή αισθάνονται τα παραπάνω, είμαι πολύ πεπεισμένος ότι ο μεγάλος Δομινικανός Διδάσκαλος γνώριζε τέλεια αυτή τη γλώσσα, που λένε ότι είναι των θεών. Θα προσπαθήσω να θεμελιώσω και να υποστηρίξω τον ισχυρισμό μου στους λόγους που ακολουθούν.

1ον. Καταρρίπτοντας το κύριο επιχείρημα των αντιπάλων, ο Αγγελικός ανέθεσε στον Μοερμπέκα να μεταφράσει τα έργα του Αριστοτέλη, όχι επειδή ήταν ανίκανος να το κάνει ο ίδιος, αλλά επειδή δεν ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του, απασχολημένος με τη σύνταξη των βαθιών σχολίων του και  την αφιέρωσή του στη συγγραφή άλλων βιβλίων υπερβατικής σημασίας.

Και μην κρίνετε ότι ο Άγιος χρειαζόταν τέτοιες συγγραφές για δική του χρήση. Συμβαίνει ότι, υπομνηματίζοντας τον Φιλόσοφο, ανακάλυψε τα λάθη των μεταφράσεων που είχαν υιοθετηθεί στα κείμενα διδασκαλίας στις σχολές, και ταυτόχρονα θρηνούσε για τα αποτρόπαια υπομνήματα του Αβερρόη, του Αβισέμπρον και του Αβικέννα. Έτσι, ο Αγγελικός Διδάσκαλος βρέθηκε μπροστά σε μια διπλή ανάγκη, δηλαδή, να υπομνηματίσει τον Σταγειρίτη και να παράγει μια νέα έκδοση των γραπτών του περισσότερο σύμφωνα με το πρωτότυπο. Στον πρώτο αφιερώθηκε ο ίδιος, στον δεύτερο ο Μοερμπέκα, ορμώμενος από τις υποδείξεις του πολύ σοφού ομόθρησκου συνάδελφού του.

Στο μεταξύ ο φωτισμένος Διδάσκαλος κατάλαβε αυτή τη διπλή ανάγκη, καθώς ελέγχοντας τις αραβικές εκδοχές με το ελληνικό κείμενο, βρήκε βαθιά ασυμφωνία μεταξύ τους και ότι στην πραγματικότητα οι προαναφερθείσες μεταφράσεις απείχαν μακριά από το να εκφράσουν πιστά την ιδέα και το αίσθημα του Αριστοτέλη.

Αυτός ο πρώτος λόγος, την ίδια στιγμή που εξηγεί την προτροπή που απηύθυνε στον Μοερμπέκα ο Διδάσκαλός μας, μπορεί να λειτουργήσει ως ad hominem επιχείρημα κατά των αντιπάλων του Αγίου στο θέμα που αναφερόμαστε.

2ον. Ο δεύτερος λόγος θα χρησιμεύσει ως απάντηση στον λόγο, σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν πολύ λίγοι καλλιεργητές της ελληνικής γλώσσας κατά τον 13ο αιώνα ή επί των ημερών του Αγίου Θωμά. Λέω ότι οι ελληνιστές εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο σπάνιοι, αφού, υπήρχαν και στη Δομινικανή οικογένεια, ανάμεσα στους συνάδελφους μοναχούς του Αγγελικού:

α) Ένας ζωηρός ενθουσιασμός είχε προκληθεί ανάμεσά τους για τη μελέτη της εβραϊκής, της αραβικής και της ελληνικής γλώσσας·  για τις δύο πρώτες (εβραϊκή και αραβική) στην Ισπανία, λόγω των αμφισβητήσεων με τους Εβραίους και τους Μωαμεθανούς· για την τελευταία σε όλο το Τάγμα, λόγω της ένωσης της Λατινικής Εκκλησίας με την Ελληνική, ένα φλέγον ζήτημα που προκαλούσε ανησυχία.

Η διακαής επιθυμία των Ανώτατων Ποντίφικων να γίνει η ένωση, τους έκανε να στείλουν λεγάτους [πρέσβεις] στην Ελλάδα για να συνεννοηθούν με τους Έλληνες και να συνάψουν συμφωνία. Αρκετοί Δομινικανοί, συμπεριλαμβανομένου του αξιοσέβαστου Ούγκο ντε Σαν Κάρο στον αριθμό τους, έφεραν την παπική αντιπροσωπεία στα Ελληνικά Νησιά και συζητούσαν για την επιθυμητή ένωση με τους Ανατολικούς.

β) Το 1236 οι Δομινικανοί της Γαλλίας παρουσίασαν ενώπιον της Ευρώπης μια Βίβλο τεσσάρων τόμων, την οποία ετοίμασαν και ολοκλήρωσαν αφού περιστρέφονταν και συμβουλεύτηκαν πολλά αρχαία χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων ήταν και κάποιοι ελληνικοί κώδικες. Μια  Γενική Σύναξη διέταξε όλοι οι Δομινικανοί να διορθώσουν τις Βίβλους τους υπό το φως εκείνης, σαφή ένδειξη της επιρροής που άσκησε η ελληνική γλώσσα σε ολόκληρο το Τάγμα των Ιεροκήρυκων.

γ) Οι Δομινικανοί που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη έγραψαν το έργο με τίτλο: Contra errores graecorum, το έτος 1252.

δ) Μιλώντας για τους Δομινικανούς που συμμετείχαν στη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Λυών (1274), ένας λόγιος άνθρωπος του 18ου αιώνα λέει: «Παρευρέθηκε, μεταξύ άλλων, ο μαέστρος φρα Γουλιέλμο του Μοερμπέκα, που ήταν πολύ άξιος στην αραβική, ελληνική και λατινική γλώσσα (την οποία καλλιεργούσαν εκείνη την εποχή οι μοναχοί μας πηγαίνοντας να κηρύξουν στην Ελλάδα)»[2]. ο αναγνώστης διαβάζει: την ελληνική γλώσσα την φρόντιζαν τους καιρούς που έζησε και έλαμψε ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης. Φυσικά, αν οι γιοι του Μεγά Γκουσμάν πήγαιναν να κηρύξουν στην Ελλάδα, είναι λογικό ότι υπήρχε επιμέλεια για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Σύμφωνα με τις προηγούμενες επισημάνσεις οι βάσεις, στις οποίες σκοπεύουν να στηριχθούν οι υπερασπιστές του θωμιστικού ανθελληνισμού για να υποστηρίξουν τη θέση τους, διαψεύδονται.

Ας αναζητήσουμε νέους λόγους σε μαρτυρία της αντίθετης πρότασης.

3ον. Την εποχή του Αγγελικού οι Έλληνες αφθονούσαν στη Νεάπολη. Δεν θα εκμεταλλευόταν μια τόσο ευνοϊκή συγκυρία για να γνωρίσει τη γλώσσα τους σε βάθος, να μιλήσει για τις δύο Εκκλησίες, την Ελληνική και τη Λατινική, για να μάθει για τις ιεροτελεστίες και τις τελετές που υπήρχαν ανάμεσά των ανατολικών χριστιανών;[3]

4ος. Μαζί με τον διδάσκαλό του το Αλβέρτο τον Μέγα και δύο άλλους επιφανείς Δομινικανούς, ο Ακινάτης συνέταξε έναν Τυπικό Σπουδών για το Τάγμα με το οποίο διέταξε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Αυτό συνέβη κατά το έτος 1259, όταν ο Αγγελικός είχε ζήσει περίπου τριάντα δύο περιστροφές του Απόλλωνα. Πρέπει να πιστέψουμε ότι δεν ήξερε τότε, ή τουλάχιστον ότι δεν έμαθε από τότε την γλώσσα της οποίας αναγνώρισε την ανάγκη και της οποίας τη μελέτη συνέταξε στους αδελφούς του;

5η. Η διατριβή αποδεικνύεται, λαμβάνοντας υπόψη την αποστολή του Αγίου Θωμά, η οποία ήταν:

α) το να εισάγει τον υπερχειλισμένο ποταμό της φιλοσοφίας στη νόμιμη κοίτη του και να τον καθαρίσει από τους διαλυτικούς και επιβλαβείς ιούς του. Για το σκοπό αυτό, ήταν απαραίτητο να αφοσιωθεί προσεκτικά στη μελέτη των αριστοτελικών βιβλίων, όπως αποδείξαμε εγκαίρως, και να τα εκχριστιανίσει ή να τα βαφτίσει, για να σβήσει τη κηλίδα με την οποία την είχε αμαυρώσει η διαφθορά των Αράβων, που αμαύρωσε, ακόμα και τον αρχικό λεκέ του Συγγραφέα. Πόσο τέλεια εκπλήρωσε αυτό το μέρος της αποστολής του, το δείξαμε και παραπάνω. Αλλά θα συλλογιστεί κανείς το εξής: αν ο Άγιος δεν γνώριζε τα ελληνικά, δεν θα μπορούσαν οι εχθροί της χριστιανικής φιλοσοφίας να τον μαστιγώσουν λέγοντάς του: παρερμήνευσες τον Σταγειρίτη, έκανες λάθος, μπερδεύτηκες, επειδή δεν διάβασες τον Φιλόσοφο  στο πρωτότυπό του κείμενο; Ποτέ, όμως, δεν είδαμε κανέναν να εκτοξεύει μια τέτοια μομφή μπροστά στα μάτια του, αντίθετα, ο Διδάσκαλός μας, αντιλαμβανόμενος, αφενός, τα σφάλματα των προϋπάρχουσων εκδοχών και τη νοθεία του κειμένου και, από την άλλη, πώς η σκέψη του Αριστοτέλη παραμορφωνόταν, δεν φοβόταν να ισχυρισθεί ότι η φιλοσοφία του Αβερρόη διέφθειρε την σκέψη του Αριστοτέλη.

Ολοκληρώνοντας αυτή την ενότητα, θα υπενθυμίσω ότι στον Έρασμο φαινόταν αδύνατο ο Άγιος Θωμάς να είχε κατανοήσει τόσο καλά τα αριστοτελικά βιβλία, εκτός και αν κατείχε την ελληνική γλώσσα στη μέγιστη τελειότητα.

β) Η κλήση του Αγγελικού δεν ήταν μόνο το να ισιώσει τα στριμωγμένα μονοπάτια της λογικής στη φυσική σφαίρα της, ούτε μόνο να τη συσχετίσει και να την εναρμονίσει με την πίστη. Ο Κύριος τον είχε επιλέξει για Διδάσκαλο της Εκκλησίας του, της οποίας τον κώδικα και την ακεραιότητα της έπρεπε ο ίδιος να υπερασπιστεί έναντι όλων εκείνων που θα τολμούσαν να μειώσουν ή να περιορίσουν τα αναφαίρετα δικαιώματά της.[4]

Από τέτοια άποψη, έπρεπε να επεκτείνει το βλέμμα του σε κάθε είδους αιρετικούς, για να τους καταπολεμήσει, χωρίς φυσικά να ξεχνάει το πρόβλημα που συζητιόταν τόσο πολύ εκείνη την εποχή: την ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Το ότι δεν αμέλησε την εξέταση αυτού του ριψοκίνδυνου προβλήματος μαρτυρούν τα θεολογικά του έργα, όπου με μεγάλη επιμέλεια μεταδίδει, όποτε τον καλεί η περίσταση, τα σημεία στα οποία διαφωνούσαν οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης. Στο προαναφερόμενο σκοπό της ένωσης προσανατολίζεται η πραγμάτευση Κατά των λαθών των Ελλήνων, που συντάχθηκε κατόπιν συμβουλής του Ποντίφικα Ουρβανό Δ’. Τρεις συνέπειες συμπεραίνω από εκεί:

Πρώτη: ο Αγγελικός δεν αγνοούσε τη σοβαρότητα του ελληνολατινικού ζητήματος, αντίθετα κατάλαβε ότι αυτό ήταν ένα πολύ ζωτικό σημείο για τα συμφέροντα της καθολικής θρησκείας.

Δεύτερη: είδε την επείγουσα ανάγκη να εξηγήσει τις μαρτυρίες των Ελλήνων Πατέρων, που παρέθεσαν οι αντίπαλοι της ένωσης, για να δικαιολογήσουν τη διαφωνία τους.

Τρίτη: αντιλήφθηκε την ανάγκη να γνωρίζει σε βάθος την ελληνική γλώσσα προκειμένου να μελετήσει τις αρχές των Αγίων Πατέρων στις αρχικές τους πηγές και να μην εκτεθεί σε αποτυχία αν οι αντιφρονούντες, τυφλωμένοι από το πείσμα τους, προσπαθούσαν πιθανώς να εδραιωθούν και να γίνουν ισχυροί στο προφορικό ή γραπτό λόγο. Οι Γιανσενιστές του 17ου αιώνα είναι η απόδειξη των τεχνασμάτων στα οποία συνήθως καταφεύγει ή τουλάχιστον μπορεί να καταφύγει η αιρετική ωμότητα.

6ον. Επισημαίνω ως έκτο λόγο την κριτική ανάλυση των μνημειακών έργων του επιφανούς Διδασκάλου μας, προειδοποιώντας ότι πρέπει να παραθέσουμε όλα τα έγγραφα που διαθέτουμε, για να μας βοηθήσουν.

α) Ανοίγω τη Χρυσή Αλυσίδα και στον ίδιο πρόλογο διαβάζω την ειδοποίηση που έκανε ο Άγιος στον Ποντίφικα Ουρβανό Δ’, για την κατανόηση και την αιτιολόγηση της πράξης του. Του λέει, λοιπόν, επί της ουσίας, ότι δεν μεταφράζει πάντα κατά γράμμα τον Χρυσόστομο, γιατί οι εκδοχές των ομιλιών του είναι ελλιπείς. Θεωρεί κατάλληλο να δίνει περισσότερη προσοχή στο ζωογόνο πνεύμα παρά στο γράμμα που θανατώνει. Πώς παρατήρησε ο Αγγελικός την έλλειψη των αναφερόμενων μεταφράσεων, αν όχι συγκρίνοντάς αυτές με το πρωτότυπο κείμενο;

β) Εξετάζω έπειτα το έργο Κατά των λαθών των Ελλήνων. Ήδη στην αφιέρωση στον Ποντίφικα Ουρβανό παρατηρείται η σημασία ορισμένων λέξεων και της χρήσης τους στην ελληνική και λατινική γλώσσα, υποδεικνύοντας έγκαιρα ο Συγγραφέας ερμηνευτικούς κανόνες που στοχεύουν στη σωστή και πιστή μετάφρασή τους. Ο Άγιος συνεχίζει στο πρώτο κεφάλαιο εξηγώντας την αξία και την έκταση άλλων ελληνικών λέξεων· και δεν είναι λίγες οι φορές που συναντάμε ένα τέτοιο φαινόμενο στα άλλα κεφάλαια του έργου. Στο τέλος, μιλά στον Ποντίφικα για τα ελαττώματα που υπέστη ο μεταφραστής (αναφέρεται σε ένα βιβλίο που έδωσε ο Πάπας στον Άγιο Θωμά).

γ) Ανασκοπώντας την Πραγματεία κατά των Αβερροϊστών, διαβάζω αυτή τη σημαντική ρήτρα: et habetur sic sequens littera in graeco[5]. Και λίγο πιο πέρα ​​ο Ακινάτης πιστοποιεί ότι έχει δει το ελληνικό πρωτότυπο της αριστοτελικής γραφής για ξεχωριστές ουσίες. Το απόσπασμα είναι αξιοσημείωτο και κρίνουμε καθήκον να το μεταφράσουμε:

«…Aristotelem solvisse in his libris, quos patet eum scripsisse de substantiis separatis, ex his quae dicit in principio 12 Metaphysicae, quos etiam libros vidimos numero 14, licet nondum translatos in lingua nostra».[6]

Αποκάλεσα το παραπάνω απόσπασμα του Αγγελικού αξιοσημείωτο, και γι’ αυτό ελπίζω ότι πολλοί θα το στοχαστούν δεόντως. Πράγματι, ο Άγιος ομολογεί ότι είδε το ελληνικό πρωτότυπο όσων γράφτηκαν από την πένα του Αριστοτέλη που αναφέρεται στις ξεχωριστές ουσίες και καθορίζει ακόμη και τον αριθμό. Θα έλεγε ότι τον έβλεπε μόνο μέσα από το εξώφυλλο. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν προσβολή για τον μεγάλο Διδάσκαλο, η οποία, επιπλέον, δεν θα ήταν ανάλογη με την ιδέα του Αγίου, του οποίου η έννοια θα ήταν κάπως έτσι: αφού συμβουλεύτηκε [επιβεβαιώθηκε με] το ελληνικό πρωτότυπο, το βρήκε σύμφωνο με το λατινικό κείμενο που χειριζόταν την στιγμή της σύνταξης της περίφημης απομυθοποιητικής επιστολής κατά των Αβερροϊστών.[7]

δ) Στην Σύνοψη της Θεολογίας, κεφάλαιο 35, αποδεικνύει ότι το να είναι ο Θεός ένας, απλός, τέλειος, άπειρος, νοήμων και κάτοχος θέλησης, είναι αλήθειες που συντίθενται στο άρθρο της πίστης, το οποίο ονομάζεται Παντοδύναμος. Με ποιο μέσο το αποδεικνύει; Με την αποκρυπτογράφηση της ελληνικής σημασίας της λέξης Θεός και ανεβαίνοντας, σαν από μια σκάλα, μέχρι να βρει την έννοια του πρωτόγονου ελληνικού όρου. Σε άλλα κεφάλαια, π. χ. στο 47 και στο 50, στοχάζεται το εύρος ορισμένων λέξεων στη λατινική και την ελληνική γλώσσα.

ε) Αναλύοντας το βιβλίο De Trinitate του Βοηθίου, δηλώνει ότι έχει διαβάσει κάποια αριστοτελικά κείμενα με την παρουσία ελληνικών σχολίων [υπομνημάτων]. Ο Άγιος βεβαιώνει: «τα βιβλία Περί ψυχής τα έγραψε ο Αριστοτέλης στους απουσιάζοντες, όπως υπονοείται στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών, όπου ονομάζονται εξωτερικές ομιλίες, όπως λέει εκεί ο Έλληνας σχολιαστής» (ut commentator graecus ibidem dicit).[8]

στ) Οι Quaestiones Disputatae μας δίνουν φως υπέρ του ελληνισμού του αξιοθαύμαστου Ακινάτη. Συμβουλευτείτε ειδικά το 9ο ζήτημα De Personis divinis και το 10ο De Processione divinarum personarum. Δείτε και την ανάλυση του Αγίου στις Hebdomadae  του Βοηθίου, προς την αρχή. Ομοίως να δείτε την παράφραση στο βιβλίο Περί αιτίων, μάθ. 1ο, όπου αναφέρει ότι βρίσκεται στα ελληνικά (in graeco inveniri) κάποιο έργο του Πλατωνιστή Πρόκλου.

ζ) Από τη Σούμα κατά των εθνών συνάγω ξεχωριστό επιχείρημα για να επιβεβαιώσω τη θέση που υποστηρίζω. Περνώντας από το κεφάλαιο 61 του βιβλίου Β’, στο οποίο αντικρούει τα στρεβλωμένα αραβικά υπομνήματα σχετικά με τον Αριστοτέλη, ισχυρίζεται ότι ο Αβερρόης αντιφάσκει με τον Φιλόσοφο, όπως αποδεικνύεται ανακατεύοντας τα ελληνικά αντίγραφα «ut patet ex exemplaribus graecis». Στη συνέχεια, αποκαλύπτοντας τη διαφθορά που έκαναν οι Άραβες στο γνήσιο κείμενο, προσθέτει: Non enim textus vetus habet: «Nihil est declaratum», sive: «Nihil est dictum», sed: «Nihil est manifestum».

Παραλείπουμε πολλά άλλα αποσπάσματα από τη Summa Theologica, γιατί δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε το θέμα. Μερικοί από τους λόγους που επισημαίνονται είναι a priori, άλλοι a posteriori· από αυτά, άλλα είναι καθοριστικά από μόνα τους, κατά την ταπεινή μου γνώμη, άλλα χρησιμεύουν για να τα επιβεβαιώσουν ή να τα ενισχύσουν. Όλα μαζί γεννούν τη βεβαιότητα, τουλάχιστον ηθική, ότι ο Αγγελικός Διδάσκαλος γνώριζε την ελληνική γλώσσα και μας υποδεικνύουν ότι όσοι, χωρίς επαρκή λόγο, επιδιώκουν να του αρπάξουν αυτό το φωτοστέφανο πρέπει να οδηγηθούν προσεκτικά στην αλήθεια.


[1] Fr. Guillermo García, OP, σε: “ Tomismo y Neotomismo ”, κεφ. Ι’, Potosí 1905, σελ. 101-110. Μετάφραση από τα ισπανικά: Φ.Μπράβο (2022).

[2] «Blasones de la Religión de Predicadores» του Tomás Magdalena OP.  Βλ. επίσης Echard: “Scriptores Ordinis”, τ. Ι, σελ. 389.

[3] Ο Ροζέλι εκμεταλλεύεται την εν λόγω περίσταση για να υποστηρίξει στον Άγιο την παράτολμη κατηγορία που εξαπέλυσαν εναντίον του κακόβουλα, κάποιες ιδιοφυΐες, οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι ο φωτεινός Διδάσκαλος δεν γνώριζε ορισμένες τελετές των Ελλήνων. Βλ. «Summa Phil.», τ. IV, q. 7, a. 3, σημείωση 3η.

[4] Υπομνηματίζοντας τον πρόλογο της «Summa Theologica», ένας από τους μαθητές του επισημαίνει ότι ο Άγιος γνώριζε την αποστολή την οποία του είχε αναθέσει η Θεία Πρόνοια.

[5] “Opuscula Omnia”, Gergomi 1741, σελ. 184, στόλ. 2ο.

[6] Το ίδιο, σελ. 186, στόλ. 2ο.

[7] Βλέπε το φυλλάδιο προς την αρχή.

[8] Φυσικά, αυτά τα βιβλία θα μπορούσαν να βρεθούν και σε άλλη γλώσσα, π.χ. στα συριακά ή στα αραβικά, αλλά είναι περισσότερο επικρατέστερη η ιδέα, που εξέφρασε ο Άγιος στο έργο του, ότι τα είδε στην ελληνική γλώσσα.

Αφήστε μια απάντηση